ξινήθρα

ξινήθρα
η
άγριο χόρτο με ξινή γεύση, αλλ. οξαλίδα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξινήθρα — Κοινή ονομασία μερικών ποωδών φυτών που ανήκουν στο γένος ρούμεξ (οικογένεια πολυγωνίδες) και στο γένος οξαλίς (οικογένεια οξαλιδίδες). Στο πρώτο γένος υπάγεται το φυτό ρούμεξ η οξαλίς, που αυτοφύεται σε καλλιεργημένους και χέρσους αγρούς σε όλη… …   Dictionary of Greek

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… …   Dictionary of Greek

  • σανός — Κομμένο και αποξηραμένο χόρτο που χρησιμοποιείται ως βασική τροφή των ζώων κατά τη χειμερινή περίοδο. Η κοπή του χόρτου, με τα χέρια ή με χορτοκοπτικές μηχανές, αρχίζει όταν έχει εξαφανιστεί η δροσιά. Το χόρτο, καθώς θερίζεται, πέφτει και… …   Dictionary of Greek

  • οξαλικό οξύ — Οργανική ένωση αντίστοιχη προς τον χημικό τύπο C2H2O4· είναι το απλούστερο δικαρβοξυλικό οξύ και ένα από τα ισχυρότερα οργανικά οξέα. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση ως άλας του ασβέστιου και του κάλιου και περιέχεται στον κυτταρικό χυμό πολλών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”